-
1 Όρθη
-
2 Ὄρθη
-
3 ορθή
-
4 ὀρθῇ
-
5 ορθή
-
6 ὀρθή
-
7 Ὄρθη
Ὄρθη: a town in Thessaly, Il. 2.739†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ὄρθη
-
8 ὀρθός
A straight,I in height, upright, standing, Hom., who commonly joins it withστῆναι, στῆ δ' ὀρθός Il.23.271
, al., cf. Hdt.5.111,9.22 (where it is used of a horse rearing);ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν Il.24.359
, cf. Hes.Op. 540 ;ὀρθῶν ἑσταότων ἀγορή Il.18.246
;οἱ δ' ἐν νηΐ μ' ἔδησαν.. ὀρθὸν ἐν ἱστοπέδῃ Od.12.179
, cf. S.Aj. 239 (anap.);κυρβασίας.. ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας Hdt.7.64
;ὀρθὸν αἴρεις κάρα A.Ch. 496
, etc.; ὀρθὸν οὖς ἵστησι pricks up his ear, S.El.27, etc.; applied to the erect posture of man, Arist.PA 653a31, al.; ὀ. θηρίον, of man, Philem.3 ; of buildings, standing with their walls entire,[τὸ Πάνακτον] ὀρθὸν παραδοῦναι Th.5.42
;ὀρθαὶ κίονες Pi.P.4.267
, cf. PLond. 3.755v.2(iv A. D.); of a standing crop, ib.1165.2 (ii A. D.). Adv.,ὀρθῶς ἑστῶτες Arist.PA 689b19
.b Geom., at right angles to..,εὐθεῖα πρὸς ἐπίπεδον ὀρθή ἐστιν ὅταν.. Euc.11
Def.3.c Astrol., ὀρθὰ ζῴδια signs which rise vertically, opp. πλάγια, Doroth. in Cat. Cod. Astr.5 (1). 240.II in line, straight (opp. σκολιός crooked and πλάγιος aslant), ἀντ' ἠελίου τετραμμένος ὀρθός straight, right opposite the sun, Hes.Op. 727 ;ὀρθὸν εὐθύνοι βέλος A.Fr. 200
; ποιῶν ὀρθὰ πάντα πρὸςκανόνα IG7.3073.108
(Lebadea, ii B. C.); ὀ. τρῶμα longitudinal to the muscle, opp. ἐπικάρσιος, Hp.Prorrh.2.15 ;ὀρθὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται S. Aj. 1254
;εἶμι.. ὀ. ὁδόν Thgn.945
;ὀ. κέλευθον ἰών Pi.P.11.39
; ὀρθὴν κελεύεις, i. e. ὀρθὴν ὁδόν με ἰέναι κ., Ar.Av.1 ; so ὀρθὴν ἄνω δίωκε (sc. όδόν) Id.Th. 1223 (but ὀρθήν, = εὐθύς, Hyp.Fr. 257); δι' ὀρθῆς τήνδε ναυκληρεῖς πόλιν (sc. ὁδοῦ) S.Ant. 994 ;εἰς ὀρθὸν τρέχειν Diph.61.5
; to face the front originally held,Ascl.
Tact.10.1 ;κατ' ὀρθὸν εὐδρομεῖν Men.681
; also straightway,Pi.
O.10(11).4 ; ὀρθῷ ποδί ib.13.72, Fr. 167 ; but τιθέναι ὀρθὸν πόδα is prob. to put the foot out, as in walking, A.Eu. 294 (v. ), cf. E.Med. 1166.2 βλέπειν ὀρθά, opp. being blind, S.OT 419 ; recovered his sight,IG
14.966 (Rome, ii A. D.);ἐξ ὀμμάτων ὀ.. κἀξ ὀρθῆς φρενός S.OT 528
; ὀρθοῖς ὄμμασιν ib. 1385 ; v. ὄμμα 1.III metaph.,1 right, safe, prosperous:a partly from signf. 1, set them up, restored,Pi.
P.3.53 ; so ὀρθὸν ἀστάσας (= ἀναστήσας) IG42(1).122.52 (Epid., iv B. C.);ἐς ὀρθὸν ἱστάναι τινά E.Supp. 1230
;ὀρθὰν φυλάσσειν Τένεδον Pi.N.11.5
; so , cf. Pl.La. 181b ; ταύτης ἔπι (sc. χθονός) πλέοντες ὀρθῆς (the state being represented as a ship) S. Ant. 190 ;ἐν ὀρθῷ κεῖσθαι Plb.31.7.1
.b partly from signf. 11, κατ' ὀρθὸν ἐξελθεῖν, of prophecies, S.OT88, cf. OC 1424; κατ' ὀρθὸν οὐρίσαι to speed in prosperous course, Id.OT 695 (lyr.).2 right, true, correct, ἄγγελος, ἀγγελία, νόος, Pi.O.6.90, P.4.279, 10.68 ; (anap.), etc.; ;ὀρθᾷ φρενί Pi.O.8.24
; ὄρθ' ἀκούειν to be rightly, truly called, S.OT 903 (lyr.);κατὰ τὸ ὀ. δικάζειν Hdt. 1.96
;ὀ. λόγῳ
strictly speaking, in very truth,Id.
2.17, 6.68, etc.: so in Adv.,ὀρθῶς λέγειν Id.1.51
;ὀ. ἔλεξας S.Ph. 341
;ὀ. φράσαι A.Ch. 526
;εἴρηκας ὀ. S.El. 1040
;ὀ. φρονεῖν A.Pr. 1000
, Archyt.1 (soεἰς ὀρθὸν φ. S. Fr. 612
);ὀ. γνῶναι Antipho 2.2.8
; ὀ. ἔχει it is right, c. inf., Pl.Euthphr. 9a ;ὀ. ἐνδίκως τ' ἐπώνυμον A.Th. 405
, cf. 829 (anap.): in answers, rightly, exactly, Pl.Prt. 359e;ὀ. γε Diph.32.18
: [comp] Sup.,ὀρθότατα καλεόμενος Hdt.4.59
; soτὸ ὀρθὸν ἐξείρηκα S.Tr. 374
; φωνεῖν δίκης ἐς ὀρθόν ib. 347 ;κατ' ὀρθόν Pl.Ti. 44b
.3 true, real, genuine, ὀ. πολιτεῖαι, opp. παρεκβάσεις, Arist.Pol. 1279a18, etc.; ὀ. μανία real madness, Ael.NA11.32, cf. Theoc.11.11. Adv. - θῶς really, truly,τοὺς ὀ. φιλομαθεῖς Pl.Phd. 67b
;ὁ ὀ. κυβερνήτης Id.R. 341c
;τὸν ὀ. συγγενῆ Diph. 102
.4 upright, just,ἐμμένειν ὀ. νόμῳ S.Aj. 350
(lyr.);τὸ ὀ.
uprightness,Pl.
R. 540d ; ἐπιστήμη ἐνοῦσα καὶ ὀ. λόγος (v. λόγος IV. I) Id.Phd. 73a; ὁ ὀ. λόγος διὰ πάντων ἐρχόμενος (v.λόγος 111.7
) Chrysipp.Stoic.3.4 ; ὀ. λόγοι virtues on the intellectual side, Phld.Piet.8. Adv. rightly, justly,Th.
3.56;ὀ. καὶ δικαίως Antipho1.10
, IG22.228.14 (iv B. C.), IPE12.32B73 (Olbia, iii B. C.), etc.;ὀ. καὶ νομίμως Isoc.7.28
.5 of persons, 'straight', straightforward,σμικροὶ καὶ οὐκ ὀρθοὶ τὰς ψυχάς Pl. Tht. 173a
.6 on tiptoe, full of expectation, excited,ὀρθῆς τῆς πόλεως γενομένης διά τι Isoc.16.7
;τὴν Ἑλλάδα ὀρθὴν οὖσαν ἐπί τινι Id.5.70
;ὀ. ἦν ἡ πόλις ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσιν Lycurg.39
, cf. Hyp.Fr.39 ;ὀ. καὶ μετέωροι ταῖς διανοίαις Plb.28.17.11
;ὀ. καὶ περίφοβος ἦν ἡ πόλις Id.3.112.6
;ὀ. διὰ τὸν φόβον D.S.16.84
;ὀ. καὶ δραστήριος διὰ τὸ θαρρεῖν Plu.Phil.12
.IV ἡ ὀρθή,1 (sc. ὁδός) v. supr. 11.1.2 ὀ. γωνία right angle, Pl.Ti. 55b ; so ὀ. alone, Arist.EN 1098a30, al.; cf. ὄρθιος v. 1 : τέμνειν πρὸς ὀρθάς to cut at right angles, Euc.3.3, al.; εἴ τις δείξειεν ὅτι αἱ ὀρθαὶ οὐ συμπίπτουσι.. that right angles do not meet (short for 'that two straight lines making, with a third, interior angles equal to two right angles, etc.'), Arist.AP0.74a13 ; τὸ δυσὶν ὀρθαῖς the theorem that the angles of a triangle are together equal to two right angles, ib.85b5 ; ὀρθὸς κῶνος, κύλινδρος, a right cone, cylinder, Archim.Sph.Cyl.1.26, 1.11.3 (with or without πτῶσις) nominative, Lat. casus rectus, opp. the oblique cases, D.T. 636.3, Str.14.2.28, A.D.Pron.39.10, al., S.E.M.1.177.V ὀρθά active verbs, opp. ὕπτια (passive) and οὐδέτερα (neuter), Chrysipp.Stoic.2.59.VI ὀ. τόνος real or unmodified (cf. supr. 111.3) accent, opp. ἐγκλινόμενος, A.D.Pron.36.10, al.; so ὀρθὴ τάσις ib.54.8, al. (The gloss of Hsch., βορθ-αγορίσκοι, = ὀ., and the dialect forms of Ὀρθεία (q.v.), suggest that the word orig. had ϝ.) -
9 Όρθαι
-
10 Ὄρθαι
-
11 ορθ'
Ὄρθαι, Ὄρθηfem nom /voc plὌρθᾱͅ, Ὄρθηfem dat sg (doric aeolic)Ὄρθε, Ὄρθοςmasc voc sg——————ὄρθαι, ὄρνυμιṛṇóti: aor inf midὄρτο, ὄρνυμιṛṇóti: aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) -
12 Όρθην
-
13 Ὄρθην
-
14 Ορθάν
-
15 Ὀρθᾶν
-
16 Ορθών
-
17 Ὀρθῶν
-
18 Ορθάων
-
19 Ὀρθάων
-
20 ορθήι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ὄρθη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθή αναφορά — Μία από τις λεγόμενες ουρανογραφικές συντεταγμένες, που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της θέσης ενός άστρου στην ουράνια σφαίρα. Βασικά επίπεδα σε αυτό το σύστημα είναι το επίπεδο του ουράνιου ισημερινού και το επίπεδο του μέγιστου κύκλου… … Dictionary of Greek
Όρθη — Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, που ανήκε στον Πολυποίτη, γιο του Πειρίθη, που είχε εκστρατεύσει εναντίον της Τροίας με 40 πλοία. Πολλοί αρχαίοι γεωγράφοι τοποθετούν την O., στη θέση της Φάλαννας, πόλης κοντά στα Τέμπη, της οποίας η ακρόπολη… … Dictionary of Greek
ὀρθῇ — ὀρθός straight fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθή — ὀρθός straight fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄρθαι — Ὄρθη fem nom/voc pl Ὄρθᾱͅ , Ὄρθη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σολόβιεφ, Βλαντιμίρ Σεργκέγεβιτς — (ορθή προφορά Σολοβιόφ). Ρώσος φιλόσοφος (Μόσχα 1853 1900). Γιος διάσημου ιστορικού, παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και θετικών επιστημών στο πανεπιστήμιο της Μόσχας και για ένα χρόνο φοίτησε στη θεολογική ακαδημία. Αφού δίδαξε ένα χρόνο στο… … Dictionary of Greek
Ὀρθᾶν — Ὄρθη fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθῆι — ὀρθῇ , ὀρθός straight fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀρθῶν — Ὄρθη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄρθην — Ὄρθη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)